- ομπετσέ
- το(ξυλολ.) κοινή ονομασία τού δέντρου Trichochiton scleroxylon και εμπορική ονομασία τού ξύλου του, αφρικανικής προελεύσεως, αλλ. ομπεχέ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. obeche, ιθαγενής ονομ. τής Νιγηρίας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.